αλκαλικός

αλκαλικός
η , ό[ν] хим. щелочной;

αλκαλική αντίδραση — щелочная реакция;

γαίες αλκαλικές — щелочные земли


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλκαλικός" в других словарях:

  • αλκαλικός — ή βασικός, ή, ό Χημ. αυτός που αναφέρεται στα αλκάλια ή έχει ιδιότητες αλκαλίου ή καυστικού αλκαλίου π.χ. αλκαλικό διάλυμα είναι το υδατικό διάλυμα που έχει αλκαλική (βασική) αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + κατάλ. ικός* πρβλ. αγγλ. alkaline] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικός — ή, ό (χημ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αλκάλια: Στη χώρα μας υπάρχουν αλκαλικές πηγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκαλικοποίηση — η Χημ. η με τατροπή μιας όξινης ή ουδέτερης ουσίας σε αλκαλική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός + ποίηση < ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. alkalization] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικοποιητικός — ή, ό και αλκαλιοποιός, ό λέγεται για την ουσία που προκαλεί αλκαλικοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός* + ποιητικός < ποιώ, πρβλ. γαλλ. alcalifiant] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικοποιώ — και αλκαλιοποιώ ( έω) προσδίδω σε κάποια ουσία αλκαλικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. alcaliniser] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικότητα — ή βασικότητα, η Χημ. η χαρακτηριστική ιδιότητα μιας αλκαλικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkalinity] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλινουρία — η (Φυσιολ.) η αποβολή από τον οργανισμό ούρων με αλκαλική αντίδραση. Είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής αντίδρασης τού οργανισμού, για να αποκαταστήσει την οξεοβασική ισορροπία τού ορρού τού αίματος (π.χ. στην αναπνευστική αλκάλωση). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»